- παλινρύμη
- παλινρύμη, ἡ (Α)βλ. παλιρρύμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιρρύμη — και παλινρύμη, ἡ (Α) 1. η προς τα πίσω κίνηση 2. φρ. «παλιρρύμη τῆς τύχης» η μεταστροφή τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥύμη «ροπή, δύναμη, ορμή»] … Dictionary of Greek